Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Χρήστης:M sally/πρόχειρο"

Από Αποεμπορευματοποίηση
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ
 
Γραμμή 7: Γραμμή 7:
  
  
Οι μακροχρόνιες συνέπειες του Εμφυλίου Πολέμου στην οικονομία των ΗΠΑ ήταν η επιτάχυνση της ανάπτυξης των μεγάλων επιχειρήσεων που παρήγαγαν στο Βορρά ξεκινώντας από τις απαιτήσεις της πολεμικής παραγωγής. Η έλλειψη εργατικού δυναμικού που δημιουργήθηκε με την επιστράτευση πολέμου, έσπρωξε την εκβιομηχάνιση στα Βορειοανατολικά, καθώς και την εξάπλωση της μηχανικής καλλιέργειας στα Μεσοδυτικά και το άνοιγμα νέων γεωργικών εκμεταλλεύσεων και ορυχείων στη Δύση, με τους μετά τον πόλεμο αποστρατευμένους να έρχονται αντιμέτωποι με την ανεργία. Ο πληθωρισμός ανήλθε στο 117% κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά οι μισθοί στο όνομα της πατριωτικής θυσίας, αυξήθηκαν μόνο κατά 43%, δίνοντας υψηλά περιθώρια κέρδους για τις επιχειρήσεις που αφορούσαν στον πόλεμο. Η κερδοσκοπία που αφορούσε στον πόλεμο τροφοδότησε την άνοδο του χρηματοπιστωτικού τομέα, προκαλώντας έντονη ανισότητα του εισοδήματος και του πλούτου, μέχρι σήμερα άγνωστη στην οικονομία των ΗΠΑ, μεταξύ των χρηματιστών και των εργαζομένων
+
Η βασική μακροχρόνια συνέπεια του Εμφυλίου Πολέμου στην οικονομία των ΗΠΑ ήταν η επιτάχυνση της ανάπτυξης των μεγάλων βιομηχανιών του Βορρά λόγω των απαιτήσεων της πολεμικής παραγωγής. Η έλλειψη εργατικού δυναμικού που δημιουργήθηκε με την επιστράτευση, ώθησε την εκβιομηχάνιση στα Βορειοανατολικά, την εκμηχάνιση της αγροτικής παραγωγής στα Μεσοδυτικά και το άνοιγμα νέων γεωργικών εκμεταλλεύσεων και ορυχείων στη Δύση, με τους μετά τον πόλεμο αποστρατευμένους να έρχονται αντιμέτωποι με την ανεργία. Ο πληθωρισμός ανήλθε στο 117% κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά οι μισθοί στο όνομα της πατριωτικής θυσίας, αυξήθηκαν μόνο κατά 43%, δίνοντας υψηλά περιθώρια κέρδους για τις επιχειρήσεις. Η πολεμική κερδοσκοπία τροφοδότησε την άνοδο του χρηματοπιστωτικού τομέα, πυροδοτώντας μια μέχρι τότε ανύπαρκτη εισοδηματική ανισότητα, μεταξύ χρηματιστών και εργαζομένων
  
 
Προστατευτισμός και Κορπορατισμός
 
Προστατευτισμός και Κορπορατισμός
  
Το Κόμμα των Ρεπουμπλικάνων πριν από τον Λίνκολν έθεσε δασμολόγηση έως 47% με το νόμο Morrill Tariff Act, για την προστασία των εγχώριων βιομηχανιών από τον ξένο ανταγωνισμό, και μετά από τον Λίνκολν για να παρέχει έσοδα που να βοηθήσουν την χρηματοδότηση του κόστους του πολέμου. Το 1862, κρατώντας την υπόσχεση που δόθηκε από τη Ρεπουμπλικανική πλατφόρμα των εκλογών του 1860, η Homestead Act έγινε νόμος. Χορήγησε  σε όλους τους κατοίκους των ΗΠΑ, πολίτες ή αλλοδαπούς οι οποίοι είχαν δηλώσει την πρόθεσή τους να πολιτογραφηθούν, το δικαίωμα να λαμβάνουν τίτλο κυριότητας σε 160 acres δωρεάν δημόσιας γης, αφού έχουν ζήσει και εργαστεί στη χώρα για 5 χρόνια. Από το ξεκίνημα των Ηνωμένων Πολιτειών, υπήρχε μια κραυγή για συνεχώς αυξανόμενη φιλελευθεροποίηση της διάθεσης της δημόσιας γης. Από το 1830 και μετά, η δωρεάν διανομή δημόσιας γης έγινε απαίτηση του Κόμματος Free-Soil, το οποίο είδε μια τέτοιου είδους διανομή ως ένα μέσο για να σταματήσει η εξάπλωση της δουλείας στα νέα εδάφη, και στη συνέχεια η πολιτική αυτή εγκρίθηκε από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα της πλατφόρμας του 1860. Οι νότιες πολιτείες ήταν οι πιο δυναμικοί αντίπαλοι της πολιτικής για την παραχωρηθείσα γη και η κακότυχη απόσχιση τους άνοιξε το δρόμο στο νικηφόρο Βορρά για την έγκρισή της πολιτικής αυτής.
+
Οι Ρεπουμπλικάνοι πριν από τον Λίνκολν έβαλαν δασμούς έως 47% με το νόμο Morrill Tariff Act, για την προστασία των εγχώριων βιομηχανιών από τον ξένο ανταγωνισμό, και μετά από αυτόν, έκαναν το ίδιο προκειμένου να καλύψουν τα έξοδα του πολέμου. Το 1862, κρατώντας την υπόσχεση που δόθηκε από τους ίδιους στις εκλογές του 1860, η Homestead Act έγινε νόμος. Χορήγησε  σε όλους τους κατοίκους των ΗΠΑ, πολίτες ή αλλοδαπούς οι οποίοι είχαν δηλώσει την πρόθεσή τους να πολιτογραφηθούν, το δικαίωμα να λαμβάνουν δωρεάν τίτλους ιδιοκτησίας σε 160 acres (640στρέμματα) δημόσιας γης, με την προϋπόθεση να έχουν ζήσει και εργαστεί σε αυτή τη για για 5 χρόνια. Από την ίδρυση των Ηνωμένων Πολιτειών, υπήρχε ένα αίτημα για μεγαλύτερες παραχωρήσεις δημόσιας γης. Από το 1830 και μετά, η δωρεάν διανομή δημόσιας γης έγινε προγραμματική απαίτηση του κόμματος Free-Soil, το οποίο δικαιολόγησε αυτή την κίνηση ως ένα μέσο για την μη εξάπλωση της δουλείας στα νέα εδάφη. Η απαίτηση αυτή μεταφέρθηκε στην πλατφόρμα του 1860 του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Οι νότιες πολιτείες ήταν οι πιο δυναμικοί αντίπαλοι αυτής της πολιτικής και η απόσχισή τους (καθώς και η ήττα τους στον εμφύλιο) άνοιξε το δρόμο στο νικηφόρο Βορρά για την υιοθέτησή του.
  
 
Στην άνυδρη περιοχή δυτικά από τα Βραχώδη Όρη, 160 στρέμματα ήταν γενικά πολύ λίγη γη για μια βιώσιμη γεωργική εκμετάλλευση ή βοσκοτόπια. Έτσι σε αυτές τις περιοχές οι παραχωρημένες γαίες χρησιμοποιήθηκαν από μεγάλες επιχειρήσεις για τον στρατηγικό έλεγχο των σπάνιων πόρων, ιδιαίτερα του νερού. Τελικά 1,6 εκατομμύρια υποστατικά χορηγήθηκαν και 270 εκατομμύρια acres δημόσιας γης ιδιωτικοποιήθηκαν μεταξύ 1862 και 1964, συνολικού ύψους 10% του συνόλου των εκτάσεων των Ηνωμένων Πολιτειών. Μεγάλο μέρος αυτής της γης κατέληξε να ελέγχεται από μεγάλες επιχειρήσεις. Ο νόμος Federal Land Policy Act του 1976 έληξε τη παραχώρηση γαιών με την αναγνώριση ότι η καλύτερη χρήση της δημόσιας γης μπορεί να επιτευχθεί μόνο υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης. Η μόνη εξαίρεση σε αυτή τη νέα πολιτική ήταν στην Αλάσκα, για την οποία ο νόμος επέτρεπε την παραχώρηση γαιών ως το 1986.
 
Στην άνυδρη περιοχή δυτικά από τα Βραχώδη Όρη, 160 στρέμματα ήταν γενικά πολύ λίγη γη για μια βιώσιμη γεωργική εκμετάλλευση ή βοσκοτόπια. Έτσι σε αυτές τις περιοχές οι παραχωρημένες γαίες χρησιμοποιήθηκαν από μεγάλες επιχειρήσεις για τον στρατηγικό έλεγχο των σπάνιων πόρων, ιδιαίτερα του νερού. Τελικά 1,6 εκατομμύρια υποστατικά χορηγήθηκαν και 270 εκατομμύρια acres δημόσιας γης ιδιωτικοποιήθηκαν μεταξύ 1862 και 1964, συνολικού ύψους 10% του συνόλου των εκτάσεων των Ηνωμένων Πολιτειών. Μεγάλο μέρος αυτής της γης κατέληξε να ελέγχεται από μεγάλες επιχειρήσεις. Ο νόμος Federal Land Policy Act του 1976 έληξε τη παραχώρηση γαιών με την αναγνώριση ότι η καλύτερη χρήση της δημόσιας γης μπορεί να επιτευχθεί μόνο υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης. Η μόνη εξαίρεση σε αυτή τη νέα πολιτική ήταν στην Αλάσκα, για την οποία ο νόμος επέτρεπε την παραχώρηση γαιών ως το 1986.

Τελευταία αναθεώρηση της 11:16, 12 Μαΐου 2017

Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΪΚΙΣΜΟΥ ΣΤΙΣ ΗΠΑ του Henry C. K. Liu

Μέρος ΙΙ: Οι Μακροχρόνιες Συνέπειες του Εμφυλίου Πολέμου

Αυτό το άρθρο εμφανίστηκε στο AToL στις 14 Μαρτίου 2008.


Η βασική μακροχρόνια συνέπεια του Εμφυλίου Πολέμου στην οικονομία των ΗΠΑ ήταν η επιτάχυνση της ανάπτυξης των μεγάλων βιομηχανιών του Βορρά λόγω των απαιτήσεων της πολεμικής παραγωγής. Η έλλειψη εργατικού δυναμικού που δημιουργήθηκε με την επιστράτευση, ώθησε την εκβιομηχάνιση στα Βορειοανατολικά, την εκμηχάνιση της αγροτικής παραγωγής στα Μεσοδυτικά και το άνοιγμα νέων γεωργικών εκμεταλλεύσεων και ορυχείων στη Δύση, με τους μετά τον πόλεμο αποστρατευμένους να έρχονται αντιμέτωποι με την ανεργία. Ο πληθωρισμός ανήλθε στο 117% κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά οι μισθοί στο όνομα της πατριωτικής θυσίας, αυξήθηκαν μόνο κατά 43%, δίνοντας υψηλά περιθώρια κέρδους για τις επιχειρήσεις. Η πολεμική κερδοσκοπία τροφοδότησε την άνοδο του χρηματοπιστωτικού τομέα, πυροδοτώντας μια μέχρι τότε ανύπαρκτη εισοδηματική ανισότητα, μεταξύ χρηματιστών και εργαζομένων

Προστατευτισμός και Κορπορατισμός

Οι Ρεπουμπλικάνοι πριν από τον Λίνκολν έβαλαν δασμούς έως 47% με το νόμο Morrill Tariff Act, για την προστασία των εγχώριων βιομηχανιών από τον ξένο ανταγωνισμό, και μετά από αυτόν, έκαναν το ίδιο προκειμένου να καλύψουν τα έξοδα του πολέμου. Το 1862, κρατώντας την υπόσχεση που δόθηκε από τους ίδιους στις εκλογές του 1860, η Homestead Act έγινε νόμος. Χορήγησε σε όλους τους κατοίκους των ΗΠΑ, πολίτες ή αλλοδαπούς οι οποίοι είχαν δηλώσει την πρόθεσή τους να πολιτογραφηθούν, το δικαίωμα να λαμβάνουν δωρεάν τίτλους ιδιοκτησίας σε 160 acres (640στρέμματα) δημόσιας γης, με την προϋπόθεση να έχουν ζήσει και εργαστεί σε αυτή τη για για 5 χρόνια. Από την ίδρυση των Ηνωμένων Πολιτειών, υπήρχε ένα αίτημα για μεγαλύτερες παραχωρήσεις δημόσιας γης. Από το 1830 και μετά, η δωρεάν διανομή δημόσιας γης έγινε προγραμματική απαίτηση του κόμματος Free-Soil, το οποίο δικαιολόγησε αυτή την κίνηση ως ένα μέσο για την μη εξάπλωση της δουλείας στα νέα εδάφη. Η απαίτηση αυτή μεταφέρθηκε στην πλατφόρμα του 1860 του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Οι νότιες πολιτείες ήταν οι πιο δυναμικοί αντίπαλοι αυτής της πολιτικής και η απόσχισή τους (καθώς και η ήττα τους στον εμφύλιο) άνοιξε το δρόμο στο νικηφόρο Βορρά για την υιοθέτησή του.

Στην άνυδρη περιοχή δυτικά από τα Βραχώδη Όρη, 160 στρέμματα ήταν γενικά πολύ λίγη γη για μια βιώσιμη γεωργική εκμετάλλευση ή βοσκοτόπια. Έτσι σε αυτές τις περιοχές οι παραχωρημένες γαίες χρησιμοποιήθηκαν από μεγάλες επιχειρήσεις για τον στρατηγικό έλεγχο των σπάνιων πόρων, ιδιαίτερα του νερού. Τελικά 1,6 εκατομμύρια υποστατικά χορηγήθηκαν και 270 εκατομμύρια acres δημόσιας γης ιδιωτικοποιήθηκαν μεταξύ 1862 και 1964, συνολικού ύψους 10% του συνόλου των εκτάσεων των Ηνωμένων Πολιτειών. Μεγάλο μέρος αυτής της γης κατέληξε να ελέγχεται από μεγάλες επιχειρήσεις. Ο νόμος Federal Land Policy Act του 1976 έληξε τη παραχώρηση γαιών με την αναγνώριση ότι η καλύτερη χρήση της δημόσιας γης μπορεί να επιτευχθεί μόνο υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης. Η μόνη εξαίρεση σε αυτή τη νέα πολιτική ήταν στην Αλάσκα, για την οποία ο νόμος επέτρεπε την παραχώρηση γαιών ως το 1986. Το 1862, το Κογκρέσο προώθησε περαιτέρω την ανάπτυξη της γεωργίας με τη ψήφιση του νόμου Morrill Land-Grant Act διαθέτοντας δημόσια γη σε κάθε πολιτεία για τη στήριξη των κολεγίων να παρέχουν επιστημονική κατάρτιση στον τομέα της γεωργίας. Αν και αυτό ήταν ένα λαϊκίστικο πρόγραμμα, μεγάλο μέρος της έρευνας βοήθησε στην ανάπτυξη των μεγάλης κλίμακας αγροτικών επιχειρήσεων. Το έτος 1862 χαρακτηρίστηκε επίσης από την έγκριση της νομοθεσίας για την κρατική επιδότηση της κατασκευής ενός διηπειρωτικού σιδηροδρόμου ξεκινώντας από τα δυτικά στην Καλιφόρνια και ανατολικά στην Νεμπράσκα να συνδέονται βόρεια στη Γιούτα το 1869. Δόθηκε στις σιδηροδρομικές γραμμές δημόσια γη έως και σαράντα τετραγωνικά μίλια για κάθε κατασκευαστικό μίλι, μοιρασμένη στην κάθε πλευρά των τροχιών σε τέταρτα του τετραγωνικού του μιλίου. Η συνολική ομοσπονδιακή έκταση που χορηγήθηκε στους σιδηροδρόμους ξεπέρασε τα 100 εκατομμύρια συν άλλα 50 εκατομμύρια acres από τις πολιτείες, αποτελώντας μια περιοχή τόσο μεγάλη όσο η πολιτεία του Τέξας και πέφτοντας μέσα στα χέρια των ιδιωτικών μεγάλων επιχειρήσεων. Τα τριάντα χρόνια που ακολούθησαν μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο αποκαλέστηκαν εποχή του σιδηροδρόμου λόγω του πενταπλασιασμού της αύξησης των μιλίων. Υπάρχει όμως και μια άλλη σημασία για τη φράση «εποχή του σιδηροδρόμου» και περιγράφει μια εποχή όπου η κυβέρνηση ελέγχεται από τους σιδηροδρόμους. Ακόμα και σήμερα, η έκφραση: «being railroaded» σημαίνει να σε καταληστεύουν.

Ο Εμφύλιος Πόλεμος μετέτρεψε την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση σε Κηδεμονευόμενο των Μεγάλων Επιχειρήσεων Η πώληση των πολεμικών ομολόγων έσπρωξε στην ψήφιση της National Bank Act του 1863 που επέτρεψε στις τράπεζες με ένα ορισμένο ελάχιστο κεφάλαιο να έχουν δικαίωμα συμμετοχής σε ένα Ομοσπονδιακό νόμο αν επενδύουν τουλάχιστον το ένα τρίτο του κεφαλαίου τους στην αγορά των πολεμικών ομολόγων. Σε αντάλλαγμα, το Υπουργείο Οικονομικών (Treasury) έδινε σ’αυτές τις τράπεζες εθνικά τραπεζογραμμάτια εώς και 90% της αξίας των κρατικών ομολόγων τους. Το μέτρο ήταν επικερδές για τις τράπεζες που θα μπορούσαν να συλλέξουν επιτόκια επί του κεφαλαίου τους από το δημόσιο ταμείο και ταυτόχρονα να δανείζουν τα τραπεζογραμμάτια με υψηλότερα επιτόκια. Δεδομένου ότι η ποσότητα των χαρτονομισμάτων σε κυκλοφορία ήταν περιορισμένη από τις αγορές των πολεμικών ομολόγων, το αποτέλεσμα ήταν ένα σταθερό χαρτονόμισμα. Η επιρροή των τραπεζών στην κυβερνητική πολιτική αυξήθηκε και άλλαξε τη δυναμική της εθνικής πολιτικής.

Η Τελική Ήττα του Αναδασμού στον Νότο

Οι νομοθετικές δεσμεύσεις της εποχής του Εμφυλίου Πολέμου έθεσαν τις βάσεις για την ταχεία οικονομική ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας μέσω του ιδιωτικού τομέα στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Επιχειρώντας ο αγροτικός Νότος να αποσχιστεί από την Ένωση για να διατηρήσει την αγροτική οικονομία του, επέφερε την οριστική ήττα των αγροτικών αρχών που προσπάθησε να προστατεύσει και εξασφάλισε την τελική νίκη της βιομηχανοποίησης που βασιζόταν στα κεντρικά ιδεώδη του Alexander Hamilton (1755-1804) και του οικονομικού εθνικισμού του Henry Clay (1777-1853), κυριαρχώντας θριαμβευτικά πάνω στη λαϊκή δημοκρατία του Thomas Jefferson (πρόεδρος 1801-1809) και τις λαϊκίστικες πολιτικές του Andrew Jackson (πρόεδρος 1829-1837).

Ο μεταπολεμικός Νότος τέθηκε υπό την κυριαρχία των «Βουρβώνων», την εμπορική ελίτ της Συνομοσπονδίας που είχε μεγαλύτερη συγγένεια με τα συμφέροντα των πλουσίων στον Βορρά από ό, τι με την αριστοκρατία των φυτειών στον παλιό Νότο. Ο υποτιμητικός όρος ήταν ανάλογος με τους αποκαταστημένους αστούς μοναρχικούς μετά την πτώση του Ναπολέοντα. Οι Νότιοι Βουρβώνοι υιοθέτησαν μια laissez faire οικονομική πολιτική, μείωσαν τους φόρους και μείωσαν τις δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση και την κοινωνική πρόνοια. Οι απερίσκεπτες πολιτικές τους επανέφεραν ελάχιστα και για σύντομο χρονικό διάστημα την καταρρέουσα νότια οικονομία, αλλά καταδίκασαν τον Νότο στη μοίρα μιας υποανάπτυκτης περιοχής για περισσότερο από έναν αιώνα. Μετά τον πόλεμο και με την κατάργηση της δουλείας, η παραγωγή βαμβακιού στο Νότο αυξήθηκε δραματικά, διπλασιάζοντας το μέγεθος της προπολεμικής καλλιέργειας και διπλασιαζόμενη πάλι από το 1914. Το ιστορικό αυτό γεγονός συχνά αγνοείται από νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους οι οποίοι επιμένουν ότι οι υψηλοί μισθοί καταστέλλουν την ανάπτυξη. Νέες φυτείες που δουλεύονται από μικρούς μισθωτές αγρότες εγκαθίστανται στο Αρκάνσας και το Τέξας, ενώ το καταπονημένο από τη μονοκαλλιέργεια έδαφος επαναφέρονταν με λιπάσματα στη Γεωργία και Νότια Καρολίνα. Ο μέσος Λευκός ενοικιαστής αγροκτήματος είχε 84 acres, ενώ του μέσου πρόσφατα απελεύθερου πρώην σκλάβου και νυν ενοικιαστή αγροκτήματος ήταν μικρότερο από το μισό σε μέγεθος.

Ωστόσο η επέκταση της καλλιέργειας του βαμβακιού δεν φέρνει ευημερία στους μικρούς καλλιεργητές ενοικιαστές, Μαύρους ή Λευκούς, καθώς ήταν συνεχώς χρεωμένοι στους εμπόρους βαμβακιού στον Βορρά, οι οποίοι χρέωναν τόκους σε ποσοστά έως και 40%. Τους έμπορους με τη σειρά τους εκμεταλλεύονταν μεγάλοι οίκοι χονδρικής οι οποίοι συνδέονταν με την Βρετανική πρωτεύουσα. Η οικονομία του χρέους όχι μόνο στράγγιζε τον πλούτο από το Νότο προς το Βορρά, αλλά εμπόδισε επίσης την ανάπτυξη μιας διαφοροποιημένης γεωργίας στον Νότο. Οι πιστωτές του Βορρά επέμειναν στο βαμβάκι ως της μόνης εξαγώγιμης εμπορικής καλλιέργειας και το πλεόνασμα της Νότιας χαμηλόμισθης εργασίας εμπόδισε οποιοδήποτε εμπορικό κίνητρο για εκβιομηχάνιση.

Η Βόρεια Οικονομική Ηγεμονία κράτησε τη Νότια Οικονομία Υποανάπτυκτη

Πολλοί Νότιοι συνειδητοποίησαν την ανάγκη για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, αλλά ο Νότος έπρεπε να εξαρτάται από το Βορρά για κεφάλαιο το οποίο όμως προτίμησε να διατηρήσει τη βιομηχανία στο Βορρά και να χρησιμοποιήσει το Νότο ως πηγή πρώτων υλών. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και το κέρδος από την εκβιομηχάνιση της παραγωγής πρώτων υλών δεν έμεινε στο Νότο. Επιπλέον, ως χαρακτηριστικό της κατάστασης των πρώιμων σταδίων της εκβιομηχάνισης, οι μισθοί έμειναν χαμηλοί, οι εργάσιμες ώρες πολλές και οι εργασιακές συνθήκες αφόρητες τόσο στο Νότο όσο και στο Βορρά. Οι εργαζόμενοι, που ήταν συχνά τα μέλη όλης της οικογένειας συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών ήταν υποχρεωμένοι να εργαστούν συστηματικά 75 ώρες την εβδομάδα για μισθούς κατώτερους να καλύψουν τις βασικές ανάγκες. Παιδιά κάτω των 16 ετών αποτελούσαν πάνω από το 30% του εργατικού δυναμικού. Ακόμα κι αν τα εταιρικά κέρδη παρέμειναν σταθερά υψηλά, οι μισθοί και οι παροχές έμειναν χαμηλά και οι συνθήκες εργασίας απάνθρωπες, δικαιολογούμενα από την ανάγκη να ανταγωνιστούν με τα πιο προηγμένα εργοστάσια του εξωτερικού. Τίποτα δεν έγινε για να διορθωθεί η κατάσταση μέχρι τη Μεγάλη Ύφεση που έφερε τις προοδευτικές νομοθεσίες του New Deal της δεκαετίας του 1930.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1880, οι μικροί αγρότες του Νότου και της Δύσης άρχισαν να αντιστέκονται στην καταπίεση των γαιοκτημόνων, των βιομηχάνων και των χρηματιστών. Ήθελαν αύξηση των κρατικών δαπανών στην εκπαίδευση, στις υποδομές και στην κοινωνική πρόνοια. Ζήτησαν μια πιο δημοκρατική πολιτική διαδικασία. Η δυσαρέσκεια τους οξύνονταν στον Νότο από τη σταθερή πτώση των τιμών του βαμβακιού, πτώση που έφτασε στο ήμισυ από το 1877 έως το 1897.

Η Εθνική Συμμαχία των Αγροτών

Η Εθνική Συμμαχία Αγροτών δημιουργείτε στο Τέξας το 1875 και ήταν η πρώτη πολιτική οργάνωση του λαϊκισμού στις ΗΠΑ. Γνωστή επίσης και ως Νότια Συμμαχία, μεγάλωσε γρήγορα σε τρία εκατομμύρια μέλη επί του συνόλου του ενήλικου ανδρικού εργαζόμενου πληθυσμού των 18 εκατομμυρίων. Μια χωριστή οργάνωση "Negro" η Συμμαχία των Έγχρωμων Αγροτών, είχε ένα εκατομμύριο μέλη. Τα απτά επιτεύγματα του Νότιου λαϊκισμού ήταν πενιχρά, κυρίως λόγω του φυλετικού προβλήματος Οι Βουρβώνοι κατάφεραν να ελέγξουν την πρόσφατα απελευθερωμένη "Negro" ψήφο με το δυσμενές αποτέλεσμα πολλοί Λευκοί αγρότες να βλέπουν την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του "Negro" ως αναγκαιότητα για το σπάσιμο της κυριαρχίας των Βουρβόνων. Τις μεταγενέστερες δεκαετίες ο Νότιος λαϊκισμός εκτράπηκε από τις Νότιες ανώτερες τάξεις από τον αρχικό του προοδευτικό στόχο σε μια σταυροφορία για τη Λευκή υπεροχή.

Μία Βόρεια Συμμαχία των αγροτών στο Κάνσας, τη Νεμπράσκα, τη Μινεσότα και τη Ντακότα προέκυψε με μια σταθερή και ικανή ηγεσία, μεταξύ των οποίων ήταν η Mary Elizabeth Lease η οποία κάλεσε τους αγρότες "να αυξήσουν λιγότερο το καλαμπόκι και περισσότερο την οργή τους". Οι συμμαχίες υποστήριξαν μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των αγροτών και απεύθυναν έκκληση υποστήριξης προς τους βιομηχανικούς εργάτες. Με τους ηγέτες της Νότιας Συμμαχίας να προτιμούν να παραμείνουν εντός του Δημοκρατικού Κόμματος, οι Δυτικοί ηγέτες διαμόρφωσαν το λαϊκιστικό κόμμα People’s Party τον Μάιο του 1891 στο Σινσινάτι του Οχάιο.

Το Λαϊκό Κόμμα (People’s Party)

Η λαϊκιστική πλατφόρμα του Λαϊκού Κόμματος απαίτησε μια σειρά μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούσαν να σπάσουν τον έλεγχο των πολιτικών αφεντικών και να δώσουν πίσω στους ανθρώπους τον αποτελεσματικό έλεγχο της κυβέρνησής τους. Αποσκοπούσε επίσης στην αποκατάσταση ενός δικαιότερου οικονομικού συστήματος μέσω της εθνικοποίησης των σιδηροδρόμων, των δικτύων επικοινωνιών, ενός κλιμακωτού συστήματος φορολόγησης του εισοδήματος, συντομότερες εργάσιμες ημέρες και εργάσιμες εβδομάδες και ένα σταθερό νόμισμα για να αποτρέψει τον πληθωρισμό που επανειλημμένα ξεπερνούσε τις αυξήσεις των μισθών. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος των γεωργικών πιστώσεων, η πλατφόρμα πρότεινε το σχέδιο για ένα «παράρτημα του υπουργείου οικονομικών» (“sub-treasury”) στο οποίο η κυβέρνηση θα αποθήκευε τα μη ευπαθή αγροτικά προϊόντα στις εθνικές αποθήκες και δίνοντας δάνεια στους αγρότες, στους οποίους ανήκε αλλά όχι παραπάνω από το 80% της αξίας του. Ο λαϊκισμός ήταν ουσιαστικά μια αναβίωση του πνεύματος της Τζεφερσόνιας αγροτική δημοκρατίας η οποία είχε διαμορφώσει τα αμερικανικά ιδεώδη και θεσμούς κατά την ίδρυση της δημοκρατίας. Το Θέμα του Νομίσματος

Το θέμα που προκάλεσε τις περισσότερες διαφωνίες ήταν αυτό του νομίσματος. Νότιοι και Δυτικοί αγρότες ήταν πεπεισμένοι ότι ο κύριος λόγος για την πτώση των τιμών των γεωργικών προϊόντων ήταν η πολιτική του αποπληθωρισμού που εγκρίθηκε από την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση, μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο για να τιμωρήσει τους Νότιους οφειλέτες. Περιορίζοντας την ποσότητα των χαρτονομισμάτων και των ασημένιων δολαρίων και καθιστώντας τα εξαγοράσιμα σε χρυσό, το Υπουργείο Οικονομικών (Treasury) είχε αυξήσει την αξία του χρήματος που κατείχαν τα Βόρεια αποταμιευτικά ταμεία και αντίστοιχα αποπληθώρισαι τις τιμές των προϊόντων που παράγονταν από τους αγρότες και τους εργάτες μεταλλείων. Οι αγρότες είδαν το προϊόν της εργασίας να μειώνεται σε αξία, ενώ τα χρέη τους αυξήθηκαν σε αξία. Θεώρησαν ότι είναι άδικο που θα έπρεπε να αποπληρώσουν το δάνειο που πήραν νωρίτερα, όταν το σιτάρι πωλούνταν για 1 δολάριο ανά μόδι με χρήματα που αργότερα θα μπορούσαν να αγοράσουν σιτάρι στα 60 σεντς ανά μόδι. Οι Λαϊκιστές απαίτησαν αύξηση της ποσότητας του χρήματος με τη μορφή του χαρτονομίσματος ή απεριόριστα νομίσματα από ασήμι σε σταθερή αναλογία 16:1 με το χρυσό. Η πρόταση για το ασημένιο κέρμα έλαβε ισχυρή υποστήριξη από τους εργάτες των μεταλλείων ασημιού.

Οι Λαϊκιστές ήταν πεπεισμένοι ότι η διατήρηση του κανόνα του χρυσού ήταν μια συνωμοσία των διεθνών χρηματιστών, τους οποίους οι Βορειοανατολικές τράπεζες εκπροσωπούσαν με σκοπό να φτωχύνουν τις μάζες. Αυτή η στάση ήταν θεμέλιο του κλίματος απομόνωσης στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές του Νότου, της Δύσης και της Μέσης Δύσης.

Ο Λαϊκισμός Μειώνεται σε Περιφερειακό Κίνημα

Οι εκλογές του 1892 έδειξαν ότι ο λαϊκισμός των ΗΠΑ στερούμενος από τη υποστήριξη των Νότιων λαϊκιστών, μειώνεται στο μεγαλύτερο ποσοστό του σ’ένα περιφερειακό κίνημα. Ο Δημοκρατικός υποψήφιος Grover Cleveland, έχοντας χάσει τον Λευκό Οίκο το 1888 από τον Ρεπουμπλικανικό υποψήφιο Benjamin Harrison παρά τη πλειοψηφική λαϊκή ψήφο, αλλά με μία απώλεια από168 σε 233 εκλεκτορικές ψήφους, ανακατέλαβε την προεδρία από τον Harrison τόσο με τη λαϊκή ψήφο όσο και με την εκλογική πλειοψηφία. Ο υποψήφιος του Λαϊκού Κόμματος James B. Weaver κέρδισε 1.041.028 λαϊκές ψήφους και 22 εκλεκτορικές ψήφους, όλες από τις πολιτείες δυτικά του 95ου μεσημβρινού και με την υποστήριξη κυρίως από τους Δυτικούς αγρότες και εργάτες ορυχείων. Η Λαϊκίστικη έκκληση προς τους βιομηχανικούς εργάτες δεν ήταν επιτυχής.

Ο Λαϊκισμός Απορροφάται από τα Δύο Μεγάλα Κόμματα

Ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος ήταν η αύξηση της λαϊκίστικης επιρροής στο εσωτερικό των δύο μεγάλων κομμάτων. Οι Λαϊκιστές υποψήφιοι δούλεψαν για το Δημοκρατικό και Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Η πιο αξιοσημείωτη υποψηφιότητα ήταν του John P. Altgeld, ενός Γερμανού μετανάστη που έγινε Δημοκρατικός κυβερνήτης στο Ιλινόις, παρέχοντας στην πολιτεία μια προοδευτική διοίκηση. Αμέσως μετά τις εκλογές του 1892, η χώρα βυθίζεται σε μια σοβαρή και μακρά ύφεση κατά την οποία η ανεργία αυξήθηκε πάνω από 4 εκατομμύρια ή 18,4%, με διψήφια ποσοστά ανεργίας από το 1893 έως το1899. Ο Cleveland, ως o πρώτοs Δημοκρατικός στον Λευκό Οίκο από πριν τον Εμφύλιο Πόλεμο , πίεσε κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας για την κατάργηση του νόμου Bland-Allison Silver PurchaseAct του 1878 που αποσκοπούσε στην ελευθερία των νομισμάτων ασημιού, τροποποιημένη από τον γερουσιαστή William B. Allison ώστε να απαιτεί από το Υπουργείο Οικονομικών (US Treasury) να αγοράζει ράβδους ασημιού αξίας 2 με 4 εκατομμύρια δολάρια κάθε μήνα σε τιμές αγοράς ώστε να κόβουν ασημένια δολάρια, τα οποία έγιναν το νόμιμο νόμισμα για όλα τα χρέη. Πάντοτε υπέρμαχος του σκληρού νομίσματος ο Κλίβελαντ πίστευε ότι πληθωρίζοντας την προσφορά του χρήματος μέσω της αγοράς και της κοπής νομισμάτων από ασήμι υπονομεύεται η εμπιστοσύνη στο εθνικό νόμισμα της χώρας και τιμωρούνται οι πιστωτές αποπληρώνοντας τους με χρήματα μικρότερης αξίας από εκείνα που αρχικά είχαν δανειστεί. Πάνω στο θέμα αυτό ο Κλίβελαντ έλαβε απόσταση από τους ψηφοφόρους της εκλογικής του περιφέρειας, ιδιαίτερα στο Νότο και τη Δύση.

Όπως συνέβαινε με όλους τα προέδρους μέχρι εκείνη την εποχή, ο Κλίβελαντ, δεν αισθάνονταν εξαναγκασμένος για οποιαδήποτε ενέργεια τόνωσης της επιβραδυμένης οικονομίας προς την ανάκαμψη, βλέποντας την εξουσιοδότηση της θητείας του περιορισμένη στον ισοσκελισμό του Ομοσπονδιακού προϋπολογισμού και τη διατήρηση του κανόνα του χρυσού.

Ο Χρυσός κατά του Ασημιού

Αναταράξεις για δράση σχετικά με το ζήτημα του ασημιού έγιναν έντονες από το 1890. Οι αγρότες υφίστανται μεγάλες πιέσεις από το αυξανόμενο χρέος και την πτώση των τιμών. Τα συμφέροντα των Δυτικών ορυχείων ανησυχούσαν για μια έτοιμη αγορά για το ασήμι τους και άσκησαν πίεση στο Κογκρέσο για διμεταλλισμό δηλαδή τη χρήση και των δύο ασημιού και χρυσού ως νομισματικά πρότυπα. Οι Δυτικές φωνές ήταν πολύ ισχυρότερες με την πρόσφατη προσθήκη των Αϊντάχο, Μοντάνα, Ουάσιγκτον, Ουαϊόμινγκ και της Ντακότα στην Ένωση. Ο νόμος Sherman Silver Purchase Act του 1890 ήταν μέρος ενός ευρύτερου συμβιβασμού. Οι Δημοκρατικοί υποστήριξαν τον προστατευτικό νόμο McKinley Tariff με αντάλλαγμα τους Ρεπουμπλικανικούς ψήφους για το ασήμι. Ο νόμος υποχρέωνε το Υπουργείο Οικονομικών (Treasury) να αγοράσει 4.500.000 ουγκιές ασημιού κάθε μήνα σε τιμές της αγοράς, διπλασιάζοντας το ποσό που επιτρεπόταν από τον νόμο Bland-Allison και να εκδίδει χαρτονομίσματα εξαγοράσιμα είτε σε χρυσό είτε σε ασήμι.

Οι προγραμματισμένες αγορές της κυβέρνησης ανήλθαν στη σχεδόν συνολική μηνιαία παραγωγή των ορυχείων. Η αύξηση της προσφοράς του ασημιού οδήγησε την τιμή χαμηλά. Πολλοί φορείς εκμετάλλευσης των ορυχείων στη Δύση προσπάθησαν να μειώσουν τις δαπάνες με την περικοπή των μισθών των εργατών εξόρυξης, προκαλώντας εργατικές αναταραχές και σποραδικά γεγονότα βίας στις πόλεις εξόρυξης.

Δεδομένου ότι η τιμή του αργύρου συνέχισε να μειώνεται, οι κάτοχοι των κυβερνητικών χαρτονομισμάτων, λογικά τα εξαργύρωναν σε χρυσό παρά σε ασήμι, όπως προβλεπόταν από το νόμο του Gresham πως το κακό χρήμα οδηγεί στο καλό. Το αποτέλεσμα της αυξανόμενης ανισότητας μεταξύ της αξίας των δύο μετάλλων ήταν η εξάντληση των αποθεμάτων του χρυσού των ΗΠΑ και η αποταμίευση του χρυσού από τους συμμετέχοντες στην αγορά, συμβάλλοντας στον πανικό του 1893.

Οι προεδρικές εκλογές του 1896 διενεργήθηκαν στην καρδιά μιας σοβαρής ύφεσης ώστε δόθηκαν ερεθίσματα για προοδευτικές αντιδράσεις. Το κοινό ήταν όλο και περισσότερο πεπεισμένο ότι η οικονομία είχε γίνει ουσιαστικά αβάσιμη εξαιτίας της προβληματικής δομής της και πως η κυβέρνηση είχε την ευθύνη να προστατεύσει την γενική ευημερία, από την στιγμή που απειλούνταν από τις καταστροφικές και άδικες δυνάμεις της αγοράς. Οι Ρεπουμπλικάνοι πρότειναν τον William McKinley, γέννημα θρέμμα του Οχάιο και γνωστή φιγούρα σε εθνικό επίπεδο με προϊστορία στην υποστήριξη των υψηλών δασμών στις εισαγωγές για να προβάλει την εγχώρια βιομηχανία ως μια φόρμουλα για την ευημερία, όπως χαρακτηρίζεται από την McKinley Tariff του, του 1890.O ΜακΚίνλευ ήταν επίσης ένθερμος υπερασπιστής του χρυσού κανόνα. . Ο Mark Hanna, το Πρότυπο για τον Karl Rove

Η εκστρατεία ΜακΚίνλευ διευθύνθηκε από τον Mark Hanna ο οποίος εισήγαγε νέες τεχνικές στυλ-διαφήμισης που έφεραν επανάσταση στις πρακτικές των πολιτικών εκστρατειών. Έναν αιώνα αργότερα, το στυλ πολιτικής εκστρατείας του Χάννα θα εκτιμούνταν ανοιχτά ως μοντέλο από τον σημερινό Δημοκρατικό σχεδιαστή στρατηγικής Καρλ Ρόουβ, ο οποίος σχεδίασε και τις δύο νίκες των θητειών του Τζορτζ Μπους. Ο ΜακΚίνλευ υποστηριζόμενος από μια ομάδα της ελίτ, ανδρών πλούσιων σε στενή συμμαχία με την κυβέρνηση νίκησε τον Δημοκρατικό υποψήφιο William Jennings Bryan της Νεμπράσκα ο οποίος είχε προταθεί από μια συνέλευση τους κόμματος (party convention) η οποία κυριαρχούνταν από Δυτικούς και Νότιους λαϊκιστές. Η Δημοκρατική πλατφόρμα, επιλέχθηκε από τον λαϊκιστική Κυβερνήτη Altgeld του Ιλινόις, απαιτώντας ελεύθερα και απεριόριστα νομίσματα από ασήμι.

Η Ήττα του Γούιλιαμ Τζένινγκς Μπράϊαν

Ο Μπράϊαν όρμησε στο Συνέδριο των Δημοκρατικών με μια από τις πιο διάσημες ομιλίες στην πολιτική ιστορία των ΗΠΑ: «Υπάρχουν δύο ιδέες διακυβέρνησης. Υπάρχουν εκείνοι που πιστεύουν ότι αν απλά νομοθετούμε για να κάνουμε τους εύπορους ευπορότερους, η ευημερία τους θα διαρρεύσει μέσω αυτών σε εκείνους από κάτω τους. Η Δημοκρατική ιδέα ήταν ότι αν νομοθετούμε για να κάνουμε ευημερούσες τις μάζες, η ευημερία τους θα βρει το δρόμο της προς τα πάνω και μέσα σε κάθε τάξη που στηρίζεται πάνω της ... Έχοντας πίσω μας τις παραγωγικές μάζες αυτού του έθνους, και του κόσμου που υποστηρίζεται από τα εμπορικά συμφέροντα , τα εργατικά συμφέροντα, και τους εργάτες παντού, εμείς θα απαντήσουμε στο αίτημά τους για ένα πρότυπο χρυσού, λέγοντάς τους: δεν θα βάλετε πάνω στο μέτωπο της εργασίας αυτό το ακάνθινο στεφάνι, δεν θα σταυρώσετε την ανθρωπότητα πάνω σ’έναν χρυσό σταυρό».

Η υποψηφιότητα του Μπράϊαν, ενός λαϊκιστή σε όλα, εκτός από την κομματική του σύνδεση, σήμανε το τέλος του λαϊκισμού ως μια ξεχωριστής πολιτικής δύναμης, ανεξάρτητης από τα δύο κυρίως μεγάλα κόμματα. Στη συνέχεια, ο λαϊκισμός επανειλημμένα απορροφήθηκε από τα δύο μεγάλα κόμματα. Για πρώτη φορά στην πολιτική ιστορία των ΗΠΑ, ένα σαφές ζήτημα μείζονος σημασίας προέκυψε μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων. Το ζήτημα του ελεύθερου ασημιού έγινε συμβολικό της σύγκρουσης ανάμεσα στον καπιταλισμό και στην θεωρία περί διανομής της γης (agrarianism). Από τη μια πλευρά είναι η Χαμιλτόνια έννοια μιας κοινωνίας που κυριαρχείται από μεγάλες επιχειρήσεις που ελέγχονται από την οικονομική ελίτ και από την άλλη πλευρά, το Τζεφερσόνιο ιδανικό των μικρών, ανεξάρτητων και πλούσιων αγροτικών ιδιοκτητών γης ως τον πυρήνα της δημοκρατικής κοινωνίας. Δεν επρόκειτο για μια ταξική πάλη μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Ο Μπράϊαν διεξήγε μια υπεράνθρωπη εκστρατεία, ταξιδεύοντας πάνω από 17.000 μίλια και δίνοντας πάνω από 600 ομιλίες. Αλλά δεν υπήρχε καμία αντιστοιχία με τον Χάννα ο οποίος συγκέντρωσε προκαταβολική χρηματοδότηση πάνω των 16 εκατομμύριων δολαρίων να κατακλύζουν τη χώρα με προπαγάνδα υπερ-των-επιχειρήσεων ώστε να διαδώσει το μήνυμα ότι μεταξύ άλλων πραγμάτων ο Μπράϊαν, ένας παλαιού τύπου Χριστιανός φονταμενταλιστής, δεν ήταν καλύτερος από έναν αναρχικό.

Ήττα του Λαϊκισμού από το Ομοσπονδιακό Σύστημα (Federalism)

Η Προεδρία ΜακΚίνλευ (1897-1901) ευρέως ερμηνεύθηκε ως η οριστική νίκη του Χαμιλτόνιου Φεντεραλιστικού ιδανικού πως χρησιμοποιώντας την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση για να οικοδομήσει μια ισχυρή οικονομία και ένα ισχυρό στρατό με σκοπό την πολύ μεγάλη θέση ισχύος για το νεαρό έθνος. Όπως παρατήρησε ο γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της πολιτικής των ΗΠΑ, Henry Adam: «Η πλειοψηφία επιτέλους ενδίδει, μια για πάντα, υπέρ ενός καπιταλιστικού συστήματος με όλον τον απαραίτητο μηχανισμό του."

Ενοποίηση Μεγάλων Επιχειρήσεων και Κυβέρνησης Η ενοποίηση των επιχειρήσεων και της πολιτικής άρχισε σοβαρά με την έναρξη του 20ου αιώνα. Στη συνέχεια, ένας αυξανόμενος αριθμός πλούσιων προσωπικοτήτων έγιναν κορυφαίοι πολιτικοί και οι περισσότεροι πολιτικοί άφησαν την πολιτική, πλούσιοι ή για να γίνουν πλούσιοι μέσω των συνδέσεων που ανέπτυξαν κατά τη θητεία τους. Με τον ΜακΚίνλευ οι μεγάλες επιχειρήσεις πήραν όλα όσα ήθελαν από την κυβέρνηση και στη συνέχεια κάποια απ’αυτά. Έχοντας τον έλεγχο των κυβερνητικών επιδοτήσεων και της προστασίας, οι μεγάλες επιχειρήσεις αποκτήσαν νομιμότητα και σεβασμό. Ο νόμος Dingley Tarriff του 1897 εξασφάλισε στην αμερικανική βιομηχανία την πλήρη προστασία από τον ξένο ανταγωνισμό. Μετά από μια χλιαρή προσπάθεια να διαπραγματευτεί μια διεθνή συμφωνία για το θέμα των ασημένιων νομισμάτων όπως είχε υποσχεθεί η του 1896 Ρεπουμπλικανική πλατφόρμα, το νομισματικό ζήτημα διακανονίστηκε προς το παρόν με το νόμο Gold Standard Act του 1900, και εφαρμόστηκε κατά την ευτυχή συγκυρία της ανακάλυψης των νέων ορυχείων χρυσού στη Νότια Αφρική, η οποία έφερε μια απότομη αύξηση της προσφοράς χρυσού ώστε να δημιουργηθεί ο πληθωρισμός-λόγω του νομίσματος που επιθυμούσαν τα συμφέροντα του ασημιού.

Το Μέλλον Ανήκε στον Λαϊκισμό

Ωστόσο, ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις φαίνεται να έχουν επιτύχει τόσο την πολιτική και οικονομική κυριαρχία, το μέλλον ανήκε στους λαϊκιστές που κληρονόμησαν ένα κίνημα για την αναζωογόνηση της λαϊκής δημοκρατίας για να εκφράσουν τα πραγματικά συμφέροντα του λαού και τα θεμελιώδη ιδανικά του έθνους. Κάτω από περισσότερο αποτελεσματικούς ηγέτες, ο λαϊκισμός έγινε πολιτικά σημαντικός οποτεδήποτε το καπιταλιστικό σύστημα εξαντλούνταν από τις δομικές εσωτερικές αντιφάσεις του. Τόσο η προοδευτική περίοδο πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και η New Deal εποχή πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν αντιδράσεις στις οικονομικές υφέσεις. Τελικά, οι περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις που προώθησε η λαϊκιστική πλατφόρμα του 1892 τέθηκαν σε ισχύ από τα μέσα του 20ου αιώνα. Αποδεικνύεται πως αυτή ήταν η επαναλαμβανόμενη μοίρα για τον λαϊκισμό. Η οικονομική κρίση του 2007, θα θέσει την βάση για ένα νέο κύμα λαϊκιστικών μεταρρυθμίσεων το 2008, που μπορεί κάλλιστα να επεκταθεί στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα.

Το κεντρικό χαρακτηριστικό της ιστορίας των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του τελευταίου μέρους του 19ου αιώνα ήταν η ταχεία οικονομική ανάπτυξη. Μεταξύ του 1860 και του 1900, τα σιδηροδρομικά χιλιόμετρα αυξήθηκαν σχεδόν επταπλασιάστηκαν από 300.000 σε 1.930.000 μίλια. Οι επενδύσεις κεφαλαίου στον κατασκευαστικό τομέα δεκαπλασιάστηκαν από 1 δις δολάρια σε 10 δις δολάρια. Ο πληθυσμός αυξήθηκε από 31 εκατομμύρια σε 76 εκατομμύρια. Ο αστικός πληθυσμός αυξήθηκε από 20% σε 40%. Ο αριθμός των εργαζομένων αυξήθηκε από 1,3 εκατομμύρια σε 5,3 εκατομμύρια, αποφέροντας αύξηση του επενδυτικού κεφαλαίου δυόμισι φορές ανά εργαζόμενο, από 800 δολάρια σε σχεδόν 2.000 δολάρια Η ετήσια αξία της παραγωγής επταπλασιάζεται από λιγότερα από 2 δις δολάρια σε περισσότερα από 130 δις δολάρια. Η παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο αυξήθηκε 15 φορές, από 1.540 δολάρια ανά εργαζόμενο σε 25.000 δολάρια ανά εργαζόμενο. Ωστόσο ο ετήσιος μισθός αυξήθηκε μόνο από 297 δολάρια το 1860 στα 384 δολάρια το 1870 και έπεσε στα 345 δολάρια το 1880 ενώ ανήλθε στα 427 δολάρια το 1890. Συνολικά, τα εταιρικά κέρδη αυξήθηκαν περισσότερο από τρεις φορές γρηγορότερα από ό, τι οι μισθοί. Με όρους σταθερής αξίας του δολαρίου, οι μισθοί ήταν ως επί το πλείστον αμετάβλητοι μετά από τον πληθωρισμό.

Η οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ επιταχύνθηκε από μια σειρά από σημαντικούς παράγοντες, όπως ήταν η άφθονη μεταφορά κεφαλαίων από την Ευρώπη η οποία υπέφερε από κοινωνική αστάθεια λόγω των δημοκρατικών επαναστάσεων του 1848, η πλημμύρα από τη μετανάστευση της εργατικής δύναμης για να κρατηθούν οι μισθοί χαμηλοί, η μεγάλη και φαινομενικά ανεξάντλητη προσφορά της καλλιεργήσιμης γης, η απουσία εξωτερικής απειλής η οποία θα απαιτούσε μεγάλες δαπάνες για την άμυνα ενώ έδινε απεριόριστες ευκαιρίες για εσωτερική ανάπτυξη. Οι Αμερικανοί έφτασαν στη νέα γη με βαθιά ριζωμένο το πνεύμα του Καλβινισμού, της προσωπικής ακεραιότητας, της εντιμότητας, της λιτότητας και της σκληρής δουλειάς. Ουσιαστικότερα, μιας θρησκευτικής επικύρωσης των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με την αισιοδοξία του Διαφωτισμού και μια εντυπωμένη πίστη στην προσωπική ελευθερία και τα ατομικά δικαιώματα, δημιουργώντας μια εθνική πεποίθηση ότι η αρμονία μπορεί να επιτευχθεί μεταξύ του ιδιωτικού προσωπικού συμφέροντος και της κοινής ευημερίας καθώς και την βεβαιότητα της προόδου. Ο εθνικός χαρακτήρας εκφράζεται στην πεποίθηση ότι ένα άτομο μπορεί καλύτερα να συμβάλει στην κοινωνία, αφιερώνοντας τον εαυτό του πρώτα στη συσσώρευση της προσωπικής του περιουσίας και στη συνέχεια αποπληρώνοντας την κοινωνίας με γενναιόδωρη φιλανθρωπία. Ο συνδυασμός του Καλβινισμού και του φιλελευθερισμού συνέθεσε ένα εθνικό ήθος που δόξασε τον επιτυχημένο επιχειρηματία ως τον πιο χρήσιμο και αξιοσέβαστο μέλος της κοινωνίας. Αυτή η νέα θέση της εμπορικής τάξης είναι μοναδική στην αμερικανική κουλτούρα και δεν υπήρξε στις παλιές ευρωπαϊκές και ασιατικές κοινωνίες.

Μόνο Οικονομίες Πλούσιες σε Πόρους Μπορούν να Αντέξουν Οικονομικά τον Καπιταλισμό

Ωστόσο το υποθετικό και αντίστροφο ερώτημα παραμένει εάν ήταν ο καπιταλισμός που παρήγαγε την εκβιομηχάνιση που οδήγησε στη θεαματική οικονομική ανάπτυξη το νεαρό έθνος, ή ο πολλά υποσχόμενος δυνητικός πλούτος της γης του νεαρού έθνους που έκανε τον καπιταλισμό -παρά τις πολλές εσωτερικές αντιφάσεις του που χρειάζονταν ρυθμίσεις- ένα αποτελεσματικό οικονομικό σύστημα. Από άκρη σ' άκρη στο νεαρό έθνος υπήρχαν θύλακες επιτυχημένων κοινοτήτων που άνθισαν όχι με βάση τον ιδιωτικό ανταγωνισμό αλλά με κοινοτική συνεργασία που βασιζόταν στην συλλογική ιδιοκτησία που εντοπίζονται κρυμμένοι στον εορτασμό του πνεύματος των πρώτων αποίκων (Pilgrim spirit) των Ευχαριστιών.

Κοινωνικός Δαρβινισμός και Αμερικανισμός

Στο μετέπειτα εμπορικό περιβάλλον το οποίο επηρεάζεται από το κοινωνικό Δαρβινισμό της επιβίωσης του πιο προσαρμοσμένου που υποστηρίζεται από τον Herbert Spencer (1920-1903) καθώς και την ιδεολογία της αντι-ισότητας του σημαίνοντα καθηγητή του Yale William Graham Sumner (1840-1910) που περιέγραψε την δημοκρατία ως την "αγαπημένη δεισιδαιμονία της εποχής", οι μεγάλες επιχειρήσεις βρήκαν έναν ψευδοεπιστημονικό εξορθολογισμό της εδραίωσης των αρπακτικών. Ενώ κατακρίνουν την πρώιμη αμερικανική έννοια της ισότητας μεταξύ των ανθρώπων ως αντίθετη προς το νόμο της φύσης και τις κυβερνητικές ενέργειες για την προστασία των αδυνάτων και ακατάλληλων (unfit) έναντι των ισχυρών και ικανών (fit), ως εμπόδιο στην πρόοδο, ο Σάμερ θεωρεί ότι ήταν φυσικό για την κυβέρνηση να βοηθήσει και να προστατεύσει τις μεγάλες επιχειρήσεις και τις ελίτ που τις διοικούν, για να αποκρούσει τις απειλές των ισχυρότερων ξένων ανταγωνιστών. Η επιβίωση του έθνους εξαρτάται από την αποτελεσματική προστασία από τους ικανότερους των παγκόσμιων δυνάμεων ενώ η εθνική ικανότητα εξαρτάται από την εγχώρια επιβίωση του πιο προσαρμοσμένου. Ο οικονομικός εθνικισμός επισκίασε την οικονομική δημοκρατία η οποία θεωρείται απειλή για την εθνική ασφάλεια.

Ωστόσο το Σύνταγμα συγκεκριμένα προστατεύει την προσωπική ιδιωτική ιδιοκτησία γης απαγορεύοντας στις πολιτείες να βλάψουν την δέσμευση των συμβάσεων [Contract Clause]. Το καλοκαίρι του 1819, ο νεοεκλεγείς κυβερνήτης του Νιού Χάμσαιρ, William Plumer, προσπάθησε να πάρει τον έλεγχο του καταστατικού του κολλεγίου από τους ελιτιστικούς Ομοσπονδιακούς διαχειριστές του, προκειμένου να αντικαταστήσει το διοικητικό συμβούλιο με εκλεγμένα λαϊκιστικά Δημοκρατικά μέλη. Ο Daniel Webster υποστηρίχτηκε με επιτυχία για το Dartmouth στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, και ο Υπουργός Δικαιοσύνης John Marshall (θητεία 1801-1835) εξέδωσε την απόφαση-ορόσημο, ερμηνεύοντας την Δέκατη Τέταρτη Τροποποίηση, ότι το Dartmouth ήταν ιδιωτική και όχι δημόσια οντότητα, ως εκ τούτου, η Πολιτεία του Νιου Χαμσάιρ δεν έχει κανονιστική εξουσία πάνω του. Αυτή είναι μια σημαντική ιστορική απόφαση, δεδομένου ότι περιορίζει τον έλεγχο που μια πολιτειακή κυβέρνηση μπορεί να έχει, στο όνομα του κοινού καλού, σε ένα εταιρικό καταστατικό που στην ουσία είναι ένα ιδιωτικό συμφωνητικό.

Η 14η Τροποποίηση Μετατράπηκε σε Magna Carter του Κορπορατισμού

Η ερμηνεία του Μάρσαλ μεταμόρφωσε τη Δέκατη Τέταρτη Τροποποίηση σε μια Magna Carter των εταιρικών δικαιωμάτων. Είναι ειρωνεία της τύχης που μετέτρεψε την Τροπολογία η οποία προστέθηκε στις 16 Ιουνίου 1866 και επικυρώθηκε στο Σύνταγμα στις 23 Ιούλη 1868 και που αρχικά αυτή η Τροπολογία αφορούσε στην προστασία από κρατικές παραβιάσεις των δικαιωμάτων των «Negro» ατόμων στη ζωή, την ελευθερία ή την ιδιοκτησία χωρίς την απαραίτητη νομική προϋπόθεση (due process of law). Μια ιδιωτική εταιρεία θεωρείται από τον Μάρσαλ ως «νομικό πρόσωπο» και ως εκ τούτου δεν μπορεί να στερηθεί του δικαιώματος του να ασκεί επιχειρηματικές δραστηριότητες καθώς και του δικαιώματος ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Το Σύνταγμα δηλώνει, εξάλλου, ότι «ο Πολίτης κάθε Πολιτείας έχει το δικαίωμα σε όλα τα Προνόμια ή τις Ασυλίες των Πολιτών των διάφορων Πολιτειών». Η δήλωση αυτή, όταν εκτείνεται να καλύψει και επιχειρήσεις ως «νομικά πρόσωπα» δίνει το δικαίωμα στις επιχειρήσεις που ιδρύονται σε οποιαδήποτε πολιτεία να ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα σε όλες τις πολιτείες. Εφόσον η οργάνωση τεραστίων ποσών κεφαλαίων απαιτείται για το εμπόριο μεγάλης κλίμακας και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της εταιρικής δομής, τότε αυτή η συνταγματική και νομική προστασία είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας. Αυτό άνοιξε το δρόμο προς τον κορπορατισμό.

Η Λαϊκή Αντίδραση Ενάντια στον Κορπορατισμό

Μετά την απόφαση του 1819 από το Ανώτατο Δικαστήριο, το κοινό κατά την διάρκεια του υπόλοιπου της δεκαετίας του 1880, ήταν ολοένα και πιο θορυβημένο από τη διάχυτη ανάπτυξη των μονοπωλίων τα οποία παραγκώνιζαν τις μικρές επιχειρήσεις. Στην λαϊκή γλώσσα, ένας μεγάλος συνδυασμός επιχειρήσεων ήταν γενικά γνωστός ως trust, όμως στην πραγματικότητα είναι οι μεγάλες επιχειρήσεις που εξασφαλίζουν την κυριαρχία στην αγορά μέσα από ποικίλες αόρατες δομές, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης εταιρειών χαρτοφυλακίου για την εφαρμογή συγχωνεύσεων και εξαγορών και οι οποίες στην πραγματικότητα εξακολουθούν να διαφεύγουν από τους αντιτράστ περιορισμούς ως και σήμερα.

Ενώ ορισμένες πολιτείες άρχισαν να επιβάλουν αντιτράστ νομοθεσίες στις μεγάλες επιχειρήσεις, αυτοί οι περιορισμοί στάθηκαν αναποτελεσματικοί από τη στιγμή που σε κάποιες λίγες πολιτείες και ιδιαίτερα στο Νιου Τζέρσεϊ και στο Ντελάγουερ, οι τοπικές πολιτικές οι οποίες ελέγχονταν από τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων, συνέχισαν να βάζουν λίγους περιορισμούς κατά την έκδοση των εταιρικών συμβάσεων και με τις οποίες οι εταιρείες μπορούσαν να κατέχουν ιδιοκτησίες και να ασκούν επιχειρηματικές δραστηριότητες σε όλες τις υπόλοιπες πολιτείες.

Ο Αναποτελεσματικός Αντιμονοπωλιακός Νόμος

Το 1890, το Κογκρέσο ψήφισε τον νόμο Sherman Anti-trust σχεδόν με ομόφωνη ψήφο, και ο οποίος νόμος δήλωνε ότι «κάθε εταιρική σύμβαση, συνδυασμός με τη μορφή trust ή με άλλο τρόπο, ή συνωμοσία για τη συγκράτηση του εμπορίου ανάμεσα στις διάφορες πολιτείες ή με ξένα έθνη" κηρύσσεται ένοχη για πλημμέλημα και τιμωρείται με πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα 5.000 δολάρια και/ή φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος. Εκείνοι που έλπιζαν πως ο John D. Rockefeller θα έπαιρνε το δρόμο προς τη φυλακή, θα απογοητεύονταν. Πριν από το 1901, ούτε το υπουργείο Δικαιοσύνης ούτε τα δικαστήρια έδειξαν κανένα ενδιαφέρον για να συμμορφωθούν με το νόμο Sherman. Αντ 'αυτού ο νόμος διαστρεβλώθηκε σε όπλο εναντίων των εργατικών συνδικάτων. Από τον Εμφύλιο Πόλεμο, παρά το νόμο Sherman, 5.300 ξεχωριστές επιχειρήσεις συγχωνεύτηκαν (were combines) σε 318 μεγάλες επιχειρήσεις ως το 1904, με 236 από αυτές τις συγχωνεύσεις (combinations) να πραγματοποιούνται μεταξύ 1898 και 1903.

Περαιτέρω Ιδιωτικοποίηση

Η ανάπτυξη των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας περιήλθε σε μεγάλο βαθμό σε ιδιωτικά χέρια. Ο άνθρακας, ο χάλυβας και οι σιδηρόδρομοι, τρεις αλληλένδετες βιομηχανίες, υπάχθηκαν από την αρχή στον ιδιωτικό έλεγχο. Ο λιθάνθρακας σύντομα πέρασε στον έλεγχο των σιδηροδρόμων, ενώ ο μαλακός λιθάνθρακας συνέχισε να εξορύσσεται από χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις. Το 1860, οι ΗΠΑ παρήγαγαν 800.000 τόνους χυτοσιδήρου, ενώ δεν παράχθηκε καθόλου χάλυβας. Μέχρι το 1900, οι ΗΠΑ παρήγαγαν 14 εκατομμύρια τόνους χυτοσιδήρου εκ των οποίων 11 εκατομμύρια τόνοι έγιναν χάλυβας, παραγωγή μεγαλύτερη από τη συνολική της Βρετανίας και της Γερμανίας μαζί. Η επενδυτική τραπεζική είναι η μαμή των συγχωνεύσεων και εξαγορών. Αυτή ήταν η περίοδος που η επενδυτική τραπεζική άνθησε πρώτη φορά στις ΗΠΑ. Ο επικεφαλής της τράπεζας του Εμφυλίου Πολέμου ήταν ο Jay Cooke και η Εταιρεία του της Φιλαδέλφειας, η οποία είχε καταστεί χρεωκοπημένη το 1873. Η οικονομική υπεροχή πέρασε στη Νέα Υόρκη, όπου η κορυφαία εταιρεία Drexel, Morgan and Company αναδιοργανώθηκε το 1895 ως JP Morgan and Company. Ενώ οι απολογητές εξορθολόγησαν τον ρόλο της επενδυτικής τραπεζικής πως εισάγει τάξη σε μια χαοτική χρηματοπιστωτική αγορά και οικονομία, τα περισσότερα από τα αστρονομικά κέρδη ήρθαν από τη χειραγώγηση.

Για παράδειγμα ο Morgan πήρε τον έλεγχο των Νέας Υόρκης, Νιου Χέβεν και Χάρτφορντ Σιδηροδρόμων το 1903 και έσπρωξε την κεφαλαιοποίηση της αγοράς από 93 εκατομμύρια δολάρια σε 417 εκατομμύρια δολάρια σε εννέα χρόνια, η περισσότερη από την οποία αντιπροσώπευε «αέρα» και όχι πραγματικές επενδύσεις. Εφαρμόζοντας την ίδια χειραγώγηση ο Μόργκαν οργάνωσε την αγορά του χάλυβα των ΗΠΑ μετά την αποχώρηση του Andrew Carnegie, με κεφαλαιοποίηση 1,1 δις δολάρια, συν ένα χρέος ομολόγων 303 εκατομμυρίων δολαρίων, αποκομίζοντας ένα άμεσο κέρδος πάνω από 700 εκατομμύρια δολάρια μέσω της αποδυνάμωσης της αξίας του αποθέματος, ενώ συνέλεξε αμοιβή επενδυτικής τραπεζικής 75 εκατομμύριων δολαρίων. O Cornelius Vanderbilt, ένας ήμι-αγράμματος Νεοϋορκέζος ο οποίος ξεκίνησε την πορεία του για την τεράστια περιουσία του, πλέοντας ένα ferry μεταξύ Μανχάταν και Στάτεν Άιλαντ και αργότερα πλέοντας μαούνες στον ποταμό Χάντσον. Το 1862, σε ηλικία 62 ετών, άρχισε να αγοράζει σιδηροδρόμους και πριν από το θάνατό του το 1877, επέκτεινε το σιδηροδρομικό δίκτυο της Νέας Υόρκης (New York Central) σε ένα τεράστιο δίκτυο που εξυπηρετεί τη Νέα Υόρκη και το Σικάγο, ενισχύοντας την περιουσία του από 10 εκατομμύρια δολάρια σε 100 εκατομμύρια δολάρια, μέσα σε 15 χρόνια. Διαβόητος για την κακή γραμματική του και την ακόμη χειρότερη συμπεριφορά του, έχει καταγραφεί πως καυχιόταν: "Ο νόμος, τί με νοιάζει για το νόμο; Μήπως δεν έχω την εξουσία;" Ο Βάντερμπιλτ και ο μεγιστάνας του εμπορίου γούνας και ακινήτων John Jacob Astor, που έπειτα από το 1835 και στο εξής ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος στην Αμερική, έγιναν οι ηγέτες της κοινωνίας της Νέας Υόρκης και τιμητές των τρόπων της ανώτερης τάξης.

Λαϊκιστική αντίθεση αναπτύσσονταν στην αυξανόμενη κατάχρηση της εξουσίας από τους ιδιοκτήτες σιδηροδρόμου. Το κύριο παράπονο ήταν η πρακτική των εκπτώσεων των σιδηροδρόμων προς την προτιμότερη φορτώτρια εταιρεία όπως αυτή του μονοπωλίου του πετρελαίου του Rockefeller, που ωθούσε τους ανταγωνιστές να πωλούν υπό πίεση σε αγοραστή αρπακτικό. Αμέτρητοι φιλόπονοι πραγματικοί επιχειρηματίες οδηγήθηκαν σε πτώχευση από έναν επίλεκτο αριθμό χειραγωγών βαρόνων της κλεψιάς. Τα συμφέροντα Ροκφέλερ και η Τράπεζα του Μόργκαν εγκατάστησαν στις εταιρίες που έλεγχαν διασυνδεδεμένες διευθύνσεις (interlocking directorates ). Η Pujo Commission of the House of Representatives ανάφερε το 1912 πως μέσω των τραπεζών, των τραστ και των ασφαλιστικών εταιρειών, ο συνδυασμός Ροκφέλερ / Μόργκαν είχε τον έλεγχο των οικονομικών πόρων που ανέρχονταν σε πάνω από 6 δισεκατομμύρια δολάρια και ότι μέλος αυτής της ομάδας κατείχε τη διεύθυνση σε 112 μεγάλες επιχειρήσεις με συνολική κεφαλαιοποίηση 22 δις δολάρια. Τα Ομοσπονδιακά έσοδα το 1912 ήταν 693 εκατομμύρια δολάρια και το ΑΕΠ ήταν 37,4 δισεκατομμύρια δολάρια.

Οι μεγάλες επιχειρήσεις, ιδιαίτερα οι τομείς κοινής ωφελείας, όπως σιδηρόδρομοι, πετρέλαιο και ηλεκτρική ενέργεια, επεδίωξαν με συντριπτική επιτυχία να καταστήσουν τις ίδιες άτρωτες στον δημόσιο έλεγχο με ανήθικες τακτικές οι οποίες κυμαίνονταν από την παροχή δωρεάν υπηρεσιών στους πολιτικούς, τους ιδιοκτήτες εφημερίδων και εκδότες, και άλλων σημαινόντων προσωπικότητων ως την εκτεταμένη δωροδοκία ώστε να αποκτήσουν τον έλεγχο των πολιτικών θεσμών. Αρκετά σημαντικά πολιτειακά νομοθετικά σώματα συμπεριλαμβανομένων αυτών των Νιου Χάμσαϊρ, Πενσυλβάνιας και Καλιφόρνιας, ήταν γνωστό ότι ήταν υπό τον έλεγχο των σιδηροδρομικών συμφερόντων. Η Μασαχουσέτη ηγήθηκε προς την εκ νέου επιβολή δημόσιου έλεγχου με τη δημιουργία μιας επιτροπής για τη διερεύνηση συνηθών καταγγελιών κατά της διαφθοράς σιδηροδρόμου.

Οι Νόμοι Granger

Η ισχυρότερη επίθεση κατά της διαφθοράς των μεγάλων επιχειρήσεων ηγήθηκε από μια αγροτική οργάνωση στα Μεσοδυτικά γνωστή ως Grange. Το 1871, ο νομοθέτης του Ιλλινόις πέρασε τους «νόμους Granger» που απαγόρευσαν τις διακρίσεις ως προς τις τιμές και την πρόσβαση (price and access discrimination) και ίδρυσαν μια Επιτροπή την Railroad and Warehouse Commission. Παρόμοιοι νόμοι Granger εκδόθηκαν στην Αϊόβα, τη Μινεσότα και την Ουισκόνσιν. Οι σιδηρόδρομοι ανταπάντησαν με το επιχείρημα ότι οι εν λόγω νόμοι ήταν αντισυνταγματικοί, αλλά το 1876 στην υπόθεση Munn ν. Illinois και άλλων "Granger υποθέσεων", το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε το δικαίωμα του κράτους να ρυθμίζει της εταιρείες κοινής ωφέλειας. Επιβεβαιώνοντας τις παραδοσιακές αρχές του κοινού δικαίου ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Morrison R. Waite (θητεία 1874-1888) διακήρυξε ότι «η ιδιοκτησία πράγματι προσποιείται το δημόσιο συμφέρον όταν χρησιμοποιείται με τέτοιο τρόπο ώστε να καταφέρνει να έχει σημασία για το δημόσιο και να επηρεάζει γενικά την κοινωνία. Όταν, λοιπόν, κάποιος αφιερώνει την περιουσία του για χρήση κατά την οποία το δημόσιο έχει συμφέρον, αυτός στην πραγματικότητα παραχωρεί στο δημόσιο ένα συμφέρον για την εν λόγω χρήση, και θα πρέπει να δηλώσει τη συμμετοχή του στο δημόσιο κοινό καλό, στο βαθμό του συμφέροντος, του οποίου δημιούργησε. Ο Ουάιτ συνεχίζοντας αποφάνθηκε ότι ο δημόσιος έλεγχος περιλαμβάνει την εξουσία να ορίζει τα μέγιστα τέλη και δήλωσε: "γνωρίζουμε ότι αυτή είναι μια δύναμη η οποία μπορεί να καταστεί καταχρηστική, αλλά αυτό δεν είναι επιχείρημα κατά της ύπαρξης της. Για την προστασία κατά των καταχρήσεων από τον νομοθέτη, οι άνθρωποι πρέπει να καταφεύγουν στις κάλπες, όχι στα δικαστήρια."

Μια δεκαετία αργότερα, το Ανώτατο Δικαστήριο τροποποίησε τη λαϊκίστικη του στάση. Το 1886, στην περίπτωση της υπόθεσης Wabash, St Louis and Pacific Railway Company v. Illinois, το Δικαστήριο ακύρωσε έναν Illinois νόμο που απαγόρευε τις διακρίσεις τιμών, με την αιτιολογία ότι το κράτος δεν είχε καμία εξουσία να παραβιάζει το διακρατικό εμπόριο, που ήταν η αποκλειστική αρμοδιότητα της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης . Την ίδια χρονιά, στην περίπτωση της υπόθεσης Santa Cara County v. Southern Pacific Railroad, το Δικαστήριο έκρινε και πάλι ότι οι εταιρείες συμπεριλαμβάνονταν μεταξύ των «προσώπων» που προστατεύονται με την Δέκατη Τέταρτη Τροποποίηση. Με αυτή και μεταγενέστερες αποφάσεις, το Δικαστήριο δήλωνε ότι θα πρέπει να επιτρέπεται σε εταιρείες μια «λογική» απόδοση των επενδύσεών τους, αντιστρέφοντας έτσι την υπόθεση Munn ν. Illinois.

Εταιρική Εχθρότητα Απέναντι στην Εργασία

Η εχθρότητα που υπήρξε από τη διοίκηση προς την εργασία ήταν ένα από τα πιο αντιπαραγωγικά λάθη του καπιταλιστικού συστήματος. Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που απαιτεί την συμβίωση του κεφαλαίου και της εργασίας. Το κεφάλαιο δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την εργασία. Μέχρι να επενδυθούν οι πόροι για την βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας, αυτοί παραμένουν αδρανή περιουσιακά στοιχεία. Ακόμη χειρότερα, αν οι πόροι επενδύονται στην κερδοσκοπία, είναι καταστροφικό για την παραγωγικότητα. Στην εποχή της βιομηχανικής πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας, η καταπίεση της εργασίας, είτε συγκρατώντας χαμηλά τους μισθούς και τις παροχές ή προσθέτοντας στον φόρτο εργασίας, παρατείνοντας την εργάσιμη ημέρα είναι απλά κακή μακροοικονομική στρατηγική. Δεδομένου ότι τα περισσότερα κεφάλαια τώρα έρχονται από τα συνταξιοδοτικά ταμεία των εργαζομένων, η αύξηση των μισθών και των παροχών στην πραγματικότητα αυξάνει την προσφορά κεφαλαίων για την ανάπτυξη.

Προς το τέλος του 19ου αιώνα, η μετανάστευση και η αστική μετανάστευση από τις αγροτικές περιοχές προκάλεσε τετραπλάσια αύξηση της τάξης των μισθωτών, μεταξύ του 1860 και του 1900. Το εργατικό δυναμικό στα ανθρακωρυχεία ανθρακίτη στη Δυτική Πενσυλβάνια και τα χαλυβουργεία στα Μεσοδυτικά, αποτελούνταν από ένα μίγμα νεοαφιχθέντων Ιταλών, Τσέχων, Σλοβάκων, Ούγγρων, Κροατών, Σλοβένων, Πολωνών, Ουκρανών και Ρώσων. Το 1900, περισσότερα από 2 εκατομμύρια παιδιά κάτω των 16 ήταν μισθωτοί. Το μάνατζμεντ αλλοίωσε την αρχή του laissez-faire ενάντια στους περιορισμούς στο εμπόριο, απορρίπτοντας το δικαίωμα των εργαζομένων για συλλογικές διαπραγματεύσεις με σκοπό την εξισορρόπηση της άνισης ισχύος στην αγορά, μεταξύ των εταιρικών εργοδοτών και των μεμονωμένων εργαζομένων. Το μάνατζμεντ πίστεψε ότι ο σιδερένιος νόμος των μισθών που εκλογικεύει τα επίπεδα των μισθών διαβίωσης, είναι ένας φυσικός νόμος. Κατά ειρωνεία της τύχης, η επένδυση σε μηχανικό εξοπλισμό απαιτούσε περισσότερες ώρες εργασίας για την απόσβεση του κεφαλαίου της. Η εργασία οργανώθηκε έτσι ώστε να μεγιστοποιεί την ωφελεία από τις μηχανές παρά να ρυθμίζεται σύμφωνα με τους ανθρώπινους ρυθμούς και οι ειδήμονες της κίνησης του χρόνου συνεχώς επινοούν τρόπους για να επιταχύνουν την εργασία κομματιάζοντας τις λειτουργίες σε μονότονα καθήκοντα που απαιτούν λίγη επιδεξιότητα. Δεν ήταν απαραίτητο να αφήνει τους εργαζόμενους να κατανοούν την πολύπλοκη σχεδίαση από την οποία παράγεται το τελικό προϊόν. Η πίεση για την χρόνο-κίνηση οδηγούσε σε υψηλά ποσοστά ατυχημάτων, όμως οι εργαζόμενοι δεν προστατεύονταν με αποζημιώσεις. Ο πόνος των κυκλικών υφέσεων του 1873 και του 1893 επιβαρύνονταν κυρίως από άνεργους εργάτες και τις οικογένειές τους, ενώ οι χρηματοδότες επωφελήθηκαν από τις αναδιαρθρώσεις των προβληματικών εταιρειών και τις ενοποιήσεις των παρωχημένων οικονομικών τομέων.

Μέχρι τον 20ο αιώνα, το μη εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό παρέμεινε ανοργάνωτο. Η εργασιακή αλληλεγγύη εμποδίστηκε από τις φυλετικές συγκρούσεις και διακρίσεις σε βάρος των νέων μεταναστών από τους ντόπιους εργαζόμενους. Αυτές οι κοινωνικές συγκρούσεις χρησιμοποιήθηκαν στα χέρια της εταιρικής διαχείρισης στο πλαίσιο της στρατηγικής της για την αξιοποίηση της διχόνοιας στην εργασία. Ένα κίνημα εργατών τεχνιτών προέκυψε μεταξύ των ειδικευμένων εργατών κατά το παράδειγμα των μεσαιωνικών ταγμάτων. Το 1865, ο William H. Sylvis της ένωσης Moulder’s Union διοργάνωσε τη National Labor Union με την ένταξη σ’αυτή 600.000 μελών έως το 1868, όμως εξαφανίστηκε τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1872, έχοντας εξανεμίσει την ενέργεια της, υποστηρίζοντας υπέρ φιλόδοξες πολιτικές μεταρρυθμίσεις.

Οι Ιππότες της Εργασίας

Οι Ιππότες της Εργασίας ιδρύθηκε το 1869 από τους εκ Φιλαδέλφειας τεχνίτες ειδών ένδυσης υπό την ηγεσία του Uriah Stephens. Δέχονταν τους πάντες εκτός από δικηγόρους, τραπεζίτες, χρηματιστές, έμπορους ποτών και επαγγελματίες τζογαδόρους. Πίεσε για την οργάνωση συνεταιρισμών μέσω της νομοθεσίας και όχι μέσω της άμεσης αντιπαράθεσης με την τάξη του εργοδότη. Στο πνεύμα της Τζεφερσόνιας δημοκρατίας, στόχευε «να εξασφαλίσει στους εργάτες ένα σωστό μερίδιο από τον πλούτο που δημιουργούν» καθώς και να γίνει «κάθε άνθρωπος κύριος του εαυτού του - κάθε άνθρωπος ο εργοδότης του εαυτού του».

Ο Μάγος του Οζ, Μία Λαϊκή Αλληγορία

Οι περισσότεροι αναγνώστες σε όλο τον κόσμο οι οποίοι έχουν απολαύσει τον Μάγο του Οζ του Lyman Frank Baum καθώς και το κοινό που χάρηκε την Χολιγουντιανή ταινία, δεν αντιλήφθηκαν το έργο αυτό ως μια αλληγορία της λαϊκιστικής προσπάθειας για τη μεταρρύθμιση του έθνους το 1896. Ο Μπάουμ γεννήθηκε το 1856 κοντά στις Συρακούσες [της Νέας Υόρκης] σε μια εύπορη οικογένεια και μετακόμισε το 1887 στο Αμπερντίν της Νότιας Ντακότας, μιας μικρής πεδινής πόλης, όπου επιμελήθηκε την τοπική εβδομαδιαία εφημερίδα ως την αποτυχία της και το κλείσιμο της το 1891, διάστημα κατά το οποίο οι δυτικοί αγρότες ήταν σε κατάσταση βροντερής αλλά και ανεπιτυχούς εξέγερσης. Η Ρομαντική θέα της καλοήθους φύσης είχε εξαφανιστεί, αντικαθιστάμενη από το σκληρή πραγματικότητα των ξηρών, ανοικτών πεδιάδων. Η συναίνεση του κοινωνικού Δαρβινισμό συνέβαλε στη συντριβή του ρομαντικού ιδεαλισμού. Το 1891 ο Μπάουμ μετακόμισε στο Σικάγο, όπου αργότερα είδε από πρώτο χέρι τη δυστυχία της φοβερής ύφεσης του 1893 και συντάχθηκε με τα δυναμικά στοιχεία της μεταρρύθμισης με επικεφαλής τον λαϊκιστή κυβερνήτη John P. Altgeld. Στο Σικάγο, ο Μπάουμ έλαβε μέρος στην εκλογική αναμέτρηση του 1896, βαδίζοντας στις «παρελάσεις με αναμμένα φανάρια για τον William Jennings Bryan» ο Μπράϊαν συγκέντρωσε όλες τις ελπίδες όλων των αγροτών σ’ένα καλάθι για την εκστρατεία του “ελεύθερα ασημένια νομίσματα” Ακόμα και ηττημένος, ανέδειξε στην εθνική συνείδηση τα απελπιστικά δεινά του μικρού άνθρωπου. Μεταξύ του 1896 και του 1900, ενώ ο Μπάουμ εργάζονταν και έγραφε στο Σικάγο, η μεγάλη ύφεση του 1893 τερματίζεται, με τον πόλεμο με την Ισπανία ο οποίος ώθησε τις Ηνωμένες Πολιτείες στη θέση παγκόσμιας δύναμης, όπως ακριβώς η Μεγάλη Ύφεση του 1933 τερματίζεται, με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο οποίος ωθεί τις ΗΠΑ στη θέση υπερδύναμης. Ο Μπράϊαν αν και έχοντας ηττηθεί, διατήρησε τον έλεγχο της Κεντροδυτικής βάσης του Δημοκρατικού Κόμματος, και εκφράστηκε ανοικτά ενάντια στις πολιτικές των ΗΠΑ για τις νεοαποκτηθείσες αποικίες της Κούβας και των Φιλιππίνων. Από το 1900, καθώς ο Μπράϊαν προετοιμαζόταν πάλι για τις εκλογές, ο αντι-ιμπεριαλισμός και όχι το ασήμι, γίνεται το πρωταρχικό ζήτημα της εκστρατείας, με το ασήμι να μπαίνει ως μοτίβο στο βάθος.

Ο Μπάουμ εισάγει την Ντόροθυ σε αντιδιαστολή με το Κάνσας: «Η Ντόροθυ ζούσε εν μέσω των μεγάλων λιβάδιων του Κάνσας, με τον Θείο Χένρυ, ο οποίος ήταν αγρότης, και τη Θεία Εμ, τη γυναίκα του αγρότη. Το σπίτι τους ήταν μικρό, γιατί η ξυλεία για την κατασκευή του, έπρεπε να μεταφερθεί με βαγόνι πολλά μίλια. Υπήρχαν τέσσερις τοίχοι, δάπεδο και οροφή, τα οποία αποτελούσαν ένα δωμάτιο και αυτό το δωμάτιο περιείχε μια σαν σκουριασμένη στόφα για μαγείρεμα, ένα ντουλάπι για τα πιάτα, έναν πίνακα, τρεις ή τέσσερις καρέκλες και τα κρεβάτια.

«Όταν η Ντόροθυ στάθηκε στην πόρτα και κοίταξε γύρω, δεν μπορούσε να δει τίποτα παρά μόνο τα μεγάλα γκρίζα λιβάδια στην κάθε πλευρά. Ούτε ένα δέντρο, ούτε κάποιο σπίτι έσπαζε το ατελείωτο σάρωμα της επίπεδης χώρας που έφτανε ως την άκρη του ουρανού και προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο ήλιος είχε ψήσει την οργωμένη γη σε μια γκρίζα μάζα, με ελάχιστες χαραγματιές να την διατρέχουν. Ακόμη και το γρασίδι δεν ήταν πράσινο επειδή ο ήλιος είχε κάψει τις κορυφές των μακριών φύλλων ώσπου να έχουν το ίδιο γκρι χρώμα που έβλεπες παντού. Κάποτε το σπίτι είχε βαφτεί, αλλά ο ήλιος φούσκωσε το χρώμα και οι βροχές το ξέπλυναν και τώρα το σπίτι ήταν θαμπό και γκρίζο όπως και όλα τα άλλα.

«Όταν η Θεία Εμ ήρθε εδώ να ζήσει ήταν μια νεαρή όμορφη σύζυγος. Ο ήλιος και ο άνεμος την άλλαξαν και αυτή πάρα πολύ. Είχαν πάρει τη λάμψη από τα μάτια της αφήνοντας τους ένα νηφάλιο γκρι και είχαν πάρει το κόκκινο από τα μάγουλα και τα χείλη της, και ήταν και αυτά γκριζα επίσης. Ήταν λεπτή και κοκαλιάρα, και ποτέ δεν χαμογελούσε τώρα. Όταν η Ντόροθυ, η οποία ήταν ορφανή, πρωτοήρθε σε αυτήν, η Θεία Εμ τρόμαζε με το γέλιο του παιδιού και ούρλιαζε και πίεζε με το χέρι την καρδιά της κάθε φορά που η εύθυμη φωνή της Ντόροθυ έφτανε στα αυτιά της και κοίταζε το μικρό κορίτσι με έκπληξη που μπορούσε ακόμα και έβρισκε κάτι για να γελάει.

«Ο θείος Χένρυ ποτέ δεν γελούσε. Δούλευε σκληρά από το πρωί μέχρι το βράδυ και δεν ήξερε τι ήταν χαρά. Ήταν κι αυτός επίσης γκρι, από την μεγάλη γενειάδα του ως τις τραχιές μπότες του, και έδειχνε βλοσυρός και αγέλαστος, και σπάνια μιλούσε. «Ήταν ο Τότο που έκανε την Ντόροθυ να γελά και την έσωσε από το να γίνει γκρίζα όπως ο υπόλοιπος περίγυρος της. Ο Τότο δεν ήταν γκρίζος, ήταν ένα μικρό μαύρο σκυλί, με μακρύ μεταξένιο τρίχωμα και μικρά μαύρα μάτια που λαμπύριζαν χαρούμενα στην κάθε πλευρά της αστείας μικροσκοπικής του μυτούλας. Ο Τότο έπαιζε όλη την ημέρα, και η Ντόροθυ έπαιζε μαζί του, και τον αγαπούσε βαθιά.»

Στο «Ο Μάγος του Οζ: παραβολή για τον λαϊκισμό» ο Henry M. Littlefield, περιγράφει έναν πλούτο υπαινιγμών για την Επιχρυσωμένη Εποχή (Gilded Age) στον Θαυμάσιο Μάγο του Οζ του Μπάουμ. Η Κακιά Μάγισσα της Ανατολής που ελέγχει τα Μάντσκινς που αναπαριστούν τους βιομηχάνους και τραπεζίτες της Ανατολής οι οποίοι έχουν υπό τον έλεγχο τους, τους εργαζόμενους. Το Σκιάχτρο είναι ο σοφός, αλλά αφελής αγρότης της Δύσης. Ο Τενεκεδένιος Άνθρωπος σημαίνει τον αποκτηνωμένο βιομηχανικό εργάτη. Το Δειλό Λιοντάρι ήταν ο Γούιλιαμ Τζενίνγκς Μπράϊαν, ο Λαϊκιστής υποψήφιος για την προεδρία το 1896. Ο Κίτρινος Τούβλινος Δρόμος, με όλους τους κινδύνους του, ήταν ο χρυσός κανόνας. Οι Ασημένιες Παντόφλες της Ντόροθυ (στην ταινία με τη Τζούντυ Γκάρλαντ είναι κόκκινες , όμως στην έκδοση του Μπάουμ είναι ασημένιες) αναπαριστούν τη λύση των λαϊκιστών στα οικονομικά δεινά της χώρας από “τα ελεύθερα και απεριόριστα ασημένια νομίσματα”. Η Σμαραγδένια Πόλη είναι η Ουάσιγκτον. Ο Μάγος «ένας άτσαλος γεράκος, κρυμμένος πίσω από μια πρόσοψη πεπιεσμένου χαρτιού και ανόητου θορύβου, … ικανός να είναι οτιδήποτε για τον οποιοδήποτε» είναι η παρέλαση από τους προέδρους της Επιχρυσωμένης Εποχής ή ο Μαρκ Χάνα ο διευθυντής της εκλογικής εκστρατεία τους ΜακΚίνλευ, και μετέπειτα σχεδιαστής στρατηγικής της εκστρατείας που κατασκεύασε νικηφόρες εικόνες για ανάξιους υποψήφιους.

Το Χωράφι των Θανάσιμων Παπαρούνων, όπου το Δειλό Λιοντάρι αποκοιμήθηκε και δεν μπορούσε να κινηθεί προς τα εμπρός, είναι ο αντι-ιμπεριαλισμός που απείλησε να κάνει τον Μπράϊαν να ξεχάσει το κύριο θέμα του ασημιού (σημειώστε την Ανατολίτικη χροιά της παπαρούνας και του οπίου). Κάποτε στο Σμαραγδένιο Παλάτι η Ντόροθυ πρέπει να περάσει μέσα από επτά αίθουσες και να ανέβει τρία κλιμακοστάσια. Επτά και τρία κάνουν εβδομήντα τρία, το οποίο αντιπροσωπεύει το Έγκλημα του 1873, η πράξη του Κογκρέσου που βγάζει από τη μέση τα νομίσματα ασημιού και απόδειξε σε όλους τους Λαϊκιστές την συμπαιγνία μεταξύ Κογκρέσου και τραπεζιτών. Η Κακιά Μάγισσα της Ανατολής είναι ο Γκρόβερ Κλίβελαντ και αυτή της Δύσης ο Γουίλιαμ ΜακΚίνλευ.. Η υποδούλωση των κίτρινων Γουίνκις είναι «μία όχι πολύ καλά συγκεκαλυμμένη αναφορά στην απόφαση του Μακίνλευ να αρνηθεί την άμεση ανεξαρτησία των Φιλιππίνων» μετά τον Ισπανο-Αμερικανικό Πόλεμο.

Ο Κύκλος του Δαχτυλιδιού του Βάγκνερ

Το Der Ring der Nibelungen (Το Δαχτυλίδι του Νίμπελουνγκ), ένας κύκλος τεσσάρων επικών μουσικών δραμάτων του μεγάλου γερμανού συνθέτη του Νεο-Ρομαντισμού Ρίχαρντ Βάγκνερ (1813-1883), είναι επηρεασμένο από τον Γερμανικό λαϊκισμό. Ο Βάγκνερ ξεκίνησε να δουλεύει το έργο μαμούθ στην ηλικία των 35 και ολοκλήρωσε τον κύκλο σε μια πορεία 26 ετών από το1848 έως το 1874: το Das Rheingold (Ο Χρυσός του Ρήνου) ολοκληρώθηκε το 1869, το Die Walküre (Βαλκυρία) το 1870, το Der Siegfried (με προηγούμενο τίτλο Junge Der Siegfried ή ο νεαρός Ζίγκφριντ) το 1871, και το Götterdämmerung (Λυκόφως των Θεών) (αρχικά με τίτλο Siegfrieds Tod ή ο Θανάτος του Ζίγκφριντ) το 1874.

Το φθινόπωρο του 1848, ο Βάγκνερ ενεπλάκη στα επαναστατικά γεγονότα και δέχτηκε την επιρροή των γραπτών του Γερμανού φιλοσόφου-ανθρωπολόγου Ludwig Feuerbach (1804-1872) ότι «ο Χριστιανισμός έχει στην πραγματικότητα από καιρό εξαφανιστεί όχι μόνο από το λόγο, αλλά και από τη ζωή της ανθρωπότητας, ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια έμμονη ιδέα.» Ο Βάγκνερ επηρεάστηκε επίσης από τον Γάλλο κοινωνικό θεωρητικό Pierre-Jean Proudhon (1809-1865) όπου στο έργο του ‘Τι είναι ιδιοκτησία’ (1840) καταδίκαζε τις καταχρήσεις της ιδιωτικής περιουσίας και ο οποίος μετά την εκλογή του στην Γαλλική Εθνοσυνέλευση, μετά την Επανάσταση του 1848, προσπάθησε μάταια να δημιουργήσει μια εθνική τράπεζα για την εξυγίανση των πιστώσεων προς το συμφέρον των εργαζομένων.

Υπό την επίδραση αυτών των ιδεών, ο Βάγκνερ συνέλαβε τον μύθο που αργότερα μελοποιήθηκε στο Δαχτυλίδι του Νίμπελουνγκ, του οποίου το πνευματικό περιεχόμενο βασιζόταν στις έννοιες του «αληθινού σοσιαλισμού» και συμβολικά ασχολήθηκε με την πάλη της ανθρωπότητας ενάντια στον κανόνα του χρυσού. Επειτα από την προσωπική επαφή με τον Ρώσο επαναστάτη αναρχικό Mikhail Bankunin (1814-1876), την άνοιξη του 1849, οι δημοκρατικές απόψεις του Βάγκνερ έγιναν πιο ριζοσπαστικές. Δημοσιεύσε πολλά άρθρα στο Volksblätter υπό την επιμέλεια του August Rockel, προπαγανδίζοντας αναρχικά χρώματισμένες, ουτοπικές σοσιαλιστικές ιδέες και κατέδειξε την ανάγκη μιας νέας επαναστατικής εξέγερσης.

Ο νεαρός Βάγκνερ επηρεάστηκε από τα γεγονότα των δημοκρατικών Επαναστάσεων του 1848 και συμμετείχε στην επάνδρωση των οδοφραγμάτων της εξέγερσης της Δρέσδης από τις 3 έως τις 9 Μάιου του 1849 για τη στήριξη της προσωρινής κυβέρνησης η οποία κάλεσε τον στρατό του Saxon να παρέχει αδελφική υποστήριξη στους επαναστάτες. Μαζί με τους ηγέτες της εξέγερσης, έφυγε από την Δρέσδη στις 9 Μαΐου για το Chemnitz, απ 'όπου, με τη βοήθεια του Franz List, δραπέτευσε από ένα ένταλμα για τη σύλληψή του με την φυγή του προς την εξορία στην Ελβετία. Στο The Perfect Wagnerite (1898) του George Bernard Shaw το Δαχτυλίδι ερμηνεύετε ως μια σοσιαλιστική αλληγορία της βιομηχανικής επανάστασης.

Κατά τα πρώτα χρόνια της εξορίας του ο Βάγκνερ εξακολουθεί να ελπίζει ότι η επανάσταση θα ξεσπάσει και πάλι στη Γερμανία. Για τη δική του ιδεολογική αυτογνωσία και για να καθορίσει τους στόχους της καλλιτεχνικής του δημιουργίας, έγραψε πολλά έργα με βάση τις ιδέες των τελευταίων μηνών του στη Δρέσδη, μεταξύ άλλων το Τέχνη και Επανάσταση (1849), το Η Τέχνη στο Μέλλον (1850) και το Όπερα και Δράμα (1851). Μετά το 1854, υπό την επίδραση της φιλοσοφίας του Arthur Schopenhauer, τροποποίησε την πίστη του στην πρόοδο, υποστήριξε απαισιόδοξες και μοιρολατρικές απόψεις, και είδε το νόημα της τέχνης του ως την ηθική τελειοποίηση της ανθρωπότητας. Ο κύκλος των τεσσάρων όπερων αφηγείται την ιστορία του αγώνα των διαφορετικών τάξεων για το χρυσό Δαχτυλίδι σφυρηλατημένο από τη μαγεμένη επίπεδη πέτρα του Ρήνου που προικίζει τον ιδιοκτήτη του με δύναμη πάνω στον κόσμο, αλλά μόνο με κόστος να απαρνηθεί την αγάπη και να πουλήσει την ψυχή του για την τρομερή δύναμη του Δαχτυλιδιού. Οι όπερες λένε την περίπλοκή ιστορία της απληστίας και της προδοσίας.

Ο Βόταν, ο κορυφαίος Θεός, αναπαριστά τον ηθικό πεσιμισμό του Σοπενχάουερ. Οι Γίγαντες, Φάφνερ και Φάζολτ, αναπαριστούν τον καπιταλισμό που καταπιέζει τους εργαζόμενους και οι οποίοι αναπαριστούνται από τους Νίμπελουνγκεν, που χτίζουν την Βαλχάλλα για τους Θεούς, αλλά ο Βόταν, δελεάζετε από τον Λόγκε, ημίθεο της φωτιάς, με τη μαγική φωτιά που αναπαριστά την απληστία και πληρώνει τους Γίγαντες με το Χρυσό Δαχτυλίδι του Ρήνου που φρουρείται από τις Κόρες του Ρήνου που αναπαριστούν την πλούσια φύση την ιδιωτικοποίηση με την οποία θα έρθει η καταστροφή στον κόσμο. Ως οικουμενική αρχή, ο λαϊκισμός είναι μια συζήτηση που αντιπαραθέτει τα συμφέροντα του «λαού» με εκείνα των «ελίτ». Στην πράξη, ο λαϊκισμός βρίσκεται σε όλες τις αποχρώσεις στο πολιτικό φάσμα επηρεαζόμενος από τυχαίους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες.

Επόμενο: Η Προοδευτική Εποχή